ΒΡΑΧΙΟΛΙΑ ΑΠΟ ΚΕΧΡΙΜΠΑΡΙ ΒΑΛΤΙΚΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ ΜΕ ΗΜΙΠΟΛΥΤΙΜΟΥΣ ΛΙΘΟΥΣ
Το κεχριμπάρι είναι φυσικό υλικό. Είναι η απολιθωμένη ρητίνη (ρετσίνι) των κωνοφόρων δέντρων και συγκεκριμένα του είδους Πίνιτες Σουσίνιφερ (Γκέπερτ,1860). Το δέντρο αυτό υπήρξε στην περιοχή της Βαλτικής θάλασσας, ανάμεσα στην Εόκαινο και Ολιγόκαινο περίοδο της Παλαιοζωικής εποχής (περίπου 28 – 54 εκατ. χρόνια) και έχει εκλείψει πλέον. Το ρετσίνι ενσωματώθηκε στο χώμα και χρειάστηκε εκατομμύρια χρόνια για να απολιθωθεί και να γίνει πέτρα (κεχριμπαροποίηση).
Η σημερινή λέξη "κεχριμπάρι" προέρχεται από την αραβική ονομασία "κάχραμπα". Είναι γνωστό από ευρήματα που έχουν βρεθεί και χρονολογηθεί στην Παλαιολιθική και Νεολιθική εποχή. Ο Θαλής ο Μιλήσιος τον 7ο αιώνα π.Χ είναι ο πρώτος που αναφέρει την ιδιότητα του κεχριμπαριού να παράγει στατικό ηλεκτρισμό, εξ’ου και η ονομασία "ήλεκτρον" που του δόθηκε. Στην αρχαιότητα, το εμπόριο του κεχριμπαριού είχε εξαπλωθεί σχεδόν σε όλο τον κόσμο. Η πιο αξιομνημόνευτη χρήση του ήταν το περίφημο "Κεχριμπαρένιο Δωμάτιο" το οποίο φτιάχτηκε από τον Φρειδερίκο Α’ της Πρωσίας το 1701. Φτιάχτηκε από μεγάλα φύλλα με προσεκτικά διαμορφωμένα κομμάτια κεχριμπαριού ώστε να σχηματίσουν μωσαϊκό. Το 1717 δωρίστηκε στον τσάρο Πέτρο τον Μέγα της Ρωσίας και τοποθετήθηκε στα παλιά χειμερινά ανάκτορα της Αγίας Πετρούπολης. Το 1755 μεταφέρθηκε στο παλάτι Ekaterininsky στο Τσάρσκογε Σέλο. Μετά την εισβολή των Γερμανών στην Ρωσία το 1941, τα κομμάτια μεταφέρθηκαν στο κάστρο του Koenigsberg, όπου και τα ίχνη τους χάθηκαν οριστικά.
Το κεχριμπάρι είναι πηχτό και κολλώδες υλικό και σε αυτή την ιδιότητά του οφείλεται η παγίδευση εντόμων, φύλλων, πετρωμάτων, ακόμα και φυσαλίδων αέρα. Τα χρώματά του ποικίλουν από λευκό (το χρώμα του ελεφαντόδοντου) έως και σχεδόν μαύρο. Οι πιο δημοφιλείς αποχρώσεις του είναι η κίτρινη και η πορτοκαλί. Είναι αρκετά ελαφρύ υλικό, (ελάχιστα βαρύτερο από το νερό), χαράζεται εύκολα και είναι μαλακό (έχει περίπου τη σκληρότητα του νυχιού μας), 2-3 βαθμούς της κλίμακας Mohs.
Η επεξεργασία του κεχριμπαριού γίνεται με δύο τρόπους: ο ένας είναι να του δώσουμε το σχήμα που θέλουμε από το πρωτογενές υλικό, όπως το βρίσκουμε στη φύση,(επεξεργασία με το χέρι). Ο άλλος τρόπος γίνεται με τη συγκέντρωση κομματιών κεχριμπαριού (μικρών ή μεγάλων) και στη συνέχεια με την έκθεσή τους σε περιβάλλον υψηλής πίεσης και θερμοκρασίας. Τα κομμάτια ενώνονται μεταξύ τους και ξαναδημιουργούν ένα συμπαγές υλικό (μέθοδος Αμπρόιντ).
Στην εποχή μας, το δέντρο που δύναται να δώσει ρετσίνι, το οποίο θα μπορούσε να γίνει κεχριμπάρι σε εκατομμύρια χρόνια (κεχριμπαροποίηση), είναι το πεύκο Κόρι ή Australis Agathis που ευδοκιμεί στη Ν. Ζηλανδία και επίσης, το πεύκο Ηimenaea (Χιμέναε) που ευδοκιμεί στην ανατολική Αφρική και τη νότια και κεντρική Αμερική. Χρειάζεται να τονίσουμε ότι ο όρος "κεχριμπάρι" σήμερα, αναφέρεται μόνο στο απολιθωμένο ρετσίνι που βρίσκεται στο υπέδαφος της Βαλτικής θάλασσας. Δεν πρέπει να συγχέεται με άλλα απολιθώματα που βρίσκονται ανά τον κόσμο (π.χ Άγιος Δομίνικος, Υεμένη, Σομαλία, Μάλτα κλπ).